προκαταθήγω

προκαταθήγω
Α
ακονίζω κάτι από μπροστά ή εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταθήγω «τροχίζω, ακονίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”